Οι οδηγοί που χάνουν μία έως δύο ώρες ύπνου, σε σχέση με τον συνιστώμενο ύπνο των επτά ωρών, αντιμετωπίζουν σχεδόν διπλάσιο κίνδυνο τροχαίου ατυχήματος, σύμφωνα με μια νέα αμερικανική έρευνα.
Εκτιμάται ότι τουλάχιστον το ένα τρίτο των ανθρώπων κοιμούνται λιγότερες από επτά ώρες, πράγμα που καθιστά πολλούς από αυτούς πιο επιρρεπείς σε τροχαίο.
Η έκθεση του Ιδρύματος ΑΑΑ για την Ασφάλεια των Μεταφορών προειδοποιεί τους οδηγούς ότι ο ανεπαρκής ύπνος μπορεί να έχει θανατηφόρες συνέπειες για τους ίδιους ή για άλλους.
«Δεν μπορεί κάποιος να χάνει τον ύπνο του και παρόλα αυτά να περιμένει πως θα είναι σε θέση να λειτουργεί με ασφάλεια στο τιμόνι.
Η έρευνά μας δείχνει ότι όποιος έχει κοιμηθεί λιγότερες από πέντε ώρες, αντιμετωπίζει κίνδυνο τροχαίου όπως κάποιος που είναι μεθυσμένος» δήλωσε ο διευθυντής του Ιδρύματος ΑΑΑ δρ Ντέιβιντ Γιανγκ.
Σύμφωνα με την μελέτη, που βασίσθηκε στην ανάλυση ενός αντιπροσωπευτικού δείγματος 7.234 οδηγών που ενεπλάκησαν σε 4.570 τροχαία, όποιος κοιμάται τέσσερις έως πέντε ώρες, έχει πάνω από τέσσερις φορές μεγαλύτερο κίνδυνο τροχαίου, σε σχέση με όποιον κοιμάται επτά ώρες.
Ο αυξημένος αυτός κίνδυνος είναι ανάλογος με τον κίνδυνο όποιου οδηγεί έχοντας καταναλώσει αλκοόλ πάνω από το νόμιμο όριο.
Αναλυτικότερα, ο κίνδυνος τροχαίου είναι 1,3 φορές μεγαλύτερος για όσους κοιμούνται έξι έως επτά ώρες, 1,9 φορές μεγαλύτερος για όσους κοιμούνται πέντε έως έξι ώρες, 4,3 φορές μεγαλύτερος για όσους κοιμούνται τέσσερις έως πέντε ώρες και 11,5 φορές μεγαλύτερος για τους οδηγούς που έχουν κοιμηθεί λιγότερες από τέσσερις ώρες.
Σχεδόν ένας στους τρεις οδηγούς, σύμφωνα με την μελέτη, παραδέχθηκαν ότι τουλάχιστον μια φορά το μήνα οδηγούν τόσο κουρασμένοι που δυσκολεύονται να κρατήσουν τα μάτια τους ανοιχτά.
Η ΑΑΑ συνιστά στους οδηγούς που θα κάνουν μακρινά ταξίδια, να νιώθουν σε εγρήγορση, να κάνουν στάσεις κάθε δύο ώρες περίπου, να αποφύγουν να έχουν προηγουμένως φάει βαριά φαγητά, να έχουν συνοδηγό και να εναλλάσσονται στο τιμόνι, καθώς επίσης να αποφεύγουν τη λήψη φαρμάκων που φέρνουν υπνηλία.